- άμπικας
- ο, ή λαμπίκος, ο τεχνολ.είδος αποστακτήρα, που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών με απόσταξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπίκος — ο 1. είδος αποστακτήρα που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών με απόσταξη, ο άμπικας 2. καθετί λαμπρό, διαυγές ή καθαρό (α. «το λάδι είναι λαμπίκος» β. «έκανα το πάτωμα λαμπίκο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < αραβ.… … Dictionary of Greek